- ὠκήεις
- ὠκήεις, [full] εσσα, [full] εν, later poet. form ofA
ὠκύς, τέρετρα AP6.205
(Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠκύς, τέρετρα AP6.205
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωκήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) ὠκύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς, οξύς» + κατάλ. ήεις (πρβλ. θαρσ ήεις)] … Dictionary of Greek
ὠκήεντα — ὠκήεις neut nom/voc/acc pl ὠκήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκήεντος — ὠκήεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)